συμπαιστρια

συμπαιστρια
    συμπαίστρια
    συμ-παίστρια
    ἥ соучастница игр, подруга детства Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συμπαιστρια" в других словарях:

  • συμπαίστρια — playmate fem nom/voc sg συμπαιστής playmate fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαιστρίας — συμπαιστρίᾱς , συμπαίστρια playmate fem acc pl συμπαιστρίᾱς , συμπαίστρια playmate fem gen sg (attic doric aeolic) συμπαιστρίᾱς , συμπαιστής playmate fem acc pl συμπαιστρίᾱς , συμπαιστής playmate fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαιστής — ὁ, θηλ. συμπαίστρια, Α [συμπαίζω] συμπαίκτης …   Dictionary of Greek

  • ξυμπαίστριαι — συμπαίστριαι , συμπαίστρια playmate fem nom/voc pl συμπαίστριαι , συμπαιστής playmate fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»